ξυριστικός

ξυριστικός
η , ό[ν] 1. бритвенный, относящийся к бритью;

ξυριστική μηχανή — безопасная бритва;

2.:

τα ξυριστικά — вознаграждение за бритьё


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξυριστικός" в других словарях:

  • ξυριστικός — και ξουριστικός, ή, ό [ξυρίζω] 1. αυτός που αναφέρεται στο ξύρισμα ή ο κατάλληλος για ξύρισμα («ξυριστική μηχανή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυριστικά η αμοιβή που εισπράττει ο κουρέας για το ξύρισμα …   Dictionary of Greek

  • ξυριστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύρισμα: Ξυριστικά εργαλεία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ξυριστικά η αμοιβή για το ξύρισμα: Τα ξυριστικά αυξήθηκαν πάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυρητικός — ξυρητικός, ή, όν (Α) [ξυρητής] 1. ξυριστικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυρητική η τέχνη τού κουρέα που ασχολείται με το ξύρισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»